διαπιστευτήριο

διαπιστευτήριο
το
1. δελτίο ταυτότητας
2. στον πληθ. τα διαπιστευτήρια
έγγραφο με το οποίο μια κυβέρνηση εφοδιάζει τους διπλωματικούς αντιπροσώπους της σε άλλη χώρα προκειμένου να γίνει η επίσημη διαπίστευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. lettres creditives). Η λ. διαπιστευτήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαπιστευτήριο — το έγγραφο διορισμού διπλωματικού αντιπροσώπου μιας χώρας που επιδεικνύεται στον αρχηγό του κράτους όπου στέλνεται: Ο πρέσβης επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον πρόεδρο της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”